βουγαιος

βουγαιος
    βουγάϊος
    βου-γάϊος
    ὅ бран. хвастун, бахвал Hom., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βουγαιος" в других словарях:

  • βουγάιος — βουγάϊος, ο (Α) 1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά 2. αδρανής 3. βραδύνους, χοντροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β συνθετικό συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • βουγάιος — βουγά̱ϊος , βουγάιος bully masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγαίου — βουγᾱΐου , βουγάιος bully masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγαίους — βουγᾱΐους , βουγάιος bully masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγαίῳ — βουγᾱΐῳ , βουγάιος bully masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγάιε — βουγά̱ϊε , βουγάιος bully masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγάιοι — βουγά̱ϊοι , βουγάιος bully masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγάιον — βουγά̱ϊον , βουγάιος bully masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AGAG — (Heb. אֲגָג), the name of an amalekite king who was captured by saul (I Sam. 15). By sparing Agag s life Saul disobeyed   Samuel s order to annihilate the Amalekites. This occasioned the final break between Samuel and Saul. Later Samuel killed… …   Encyclopedia of Judaism


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»